- μοναστήρι
- I
Ονομασία πέντε οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 113 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται ανατολικά της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αετού.2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 286 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρας.3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κονίτσης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόνιτσας.4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 2 κάτ.), του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελασγίας..5. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 79 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου.IIΠόλη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που στην τοπική διάλεκτο ονομάζεται πλέον Μπιτόλια. Βλ. λ. Μπιτόλια ή Μοναστήρι.* * *και μοναστήρι το (Μ μοναστήρι και μοναστήριν και μαναστήρι και μαναστήριν και μοναστήριον και μοναστήριο και μαναστήριον)1. τόπος όπου ζει κανείς ως μοναχός2. συγκρότημα κτηρίων οπού ζουν μοναχοί, μονή («μαζεύτηκαν οι όμορφες να φτειάσουν μοναστήρια», δημ. τραγούδι)νεοελλ.-μσν.μεγάλη στις διαστάσεις εκκλησία,ναός («σημαίνει κι η αγία Σοφία, το μέγα μοναστήρι», δημ. τραγούδι).νεοελλ.(κατ' επέκτ.) ιερό ή φιλόξενο σπίτι («το σπίτι του είναι μοναστήρι»)μσν.1. (γενικά) τόπος διαμονής2. (στον εν. και πληθ.) τὸ μοναστήρι, και τὰ μοναστήριαμοναχοί, καλόγεροιαρχ.κελλί ερημίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναστήριον, ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μοναστήριος. Ο τ. μαναστήρι(ον) με προληπτική αφομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.